- πολυτρήρων
- -ωνος, ὁ, ἡ, Α(επικ. τ.) αυτός που έχει πολλά περιστέρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + τρήρων «περιστερά» (πρβλ. ευ-τρήρων)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυτρήρων — abounding in doves masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτρήρωνα — πολυτρήρων abounding in doves masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θίσβη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση την αναφέρει ως κόρη του Ασωπού, επώνυμη της ομώνυμης βοιωτικής πόλης. Το όνομά της συνδέεται με τον μύθο του νεαρού Πύραμου. Σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου αυτού, ο Πύραμος αναζητούσε τη Θ., η οποία όμως… … Dictionary of Greek